πολυώνυμος

πολυώνυμος
πολυώνυμος
Mém. Miss. Arch. Perse
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυώνυμος — η, ο / πολυώνυμος, ον, και ποιητ. τ. πουλυώνυμος, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά ονόματα 2. αυτός που έχει μεγάλο όνομα, φήμη, ονομαστός, περίφημος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολυώνυμο α) μαθημ. αλγεβρική παράσταση που σχηματίζεται από σταθερές… …   Dictionary of Greek

  • πολυώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλά ονόματα: Πολυώνυμος απατεώνας εξαπάτησε αρκετούς αφελείς. 2. ο πολύ ονομαστός, ο ξακουστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυωνύμως — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse adverbial πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώνυμον — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse masc/fem acc sg πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωνύμοις — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωνύμου — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωνύμων — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωνύμῳ — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώνυμα — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώνυμε — πολυώνυμος Mém. Miss. Arch. Perse masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”